ἐψήφισα

ἐψήφισα
ψηφίζω
count
aor ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ψηφώ — ψηφῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. δίνω σημασία, υπολογίζω, λογαριάζω νεοελλ. μσν. σέβομαι, εκτιμώ (α. «δεν ψηφάει κανέναν» β. «οὐδὲν ψηφᾱν τοῡ βασιλέως, τὴν μάχην, οἵα κι ἂν ἔνι», Χρον. Μoρ.) αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «φροντίζω». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐψήφισα, αόρ. τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”